τυλώδη

τυλώδη
τυλώδης
callous
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
τυλώδης
callous
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
τυλώδης
callous
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”